το (Μ μανδρί και μαντρί) μάντραπεριφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιομσν.1. κοπάδι, ποίμνιο2. οι πιστοί, ομάδα πιστών3. ναός.