μεγαλωστί

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

[ῐ], Adv. of μέγας,

   A far and wide, over a vast space, κεῖτο μέγας μ. Il.16.776, cf. 18.26; κεῖσο μέγας μ. Od.24.40, cf. Sapph. Supp.20a.18.    II v.l. for μεγάλως, Hdt.2.161, Arr.An.4.12.1, al.    2 = μεγαλοπρεπῶς, Hdt.5.67, 6.70, Plb.28.13.5, Luc.Zeux.8.— Ep., Ion., and late Prose.

German (Pape)

[Seite 108] großartig, groß; μέγας μεγαλωστί vrbdt Hom. Il. 16, 776, wo Schol. ἐπὶ μέγαν τόπον des dabeistehenden κεῖτο wegen erkl., über einen großen Raum hin, vgl. 18, 26 Od. 24, 40; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 838; einfach = μεγάλως, z. B. μ. προσέπταισε Her. 2, 161, τιμᾶν, 5, 67, ὑπεδέξατο, prächtig, 6, 70; einzeln bei Sp., wie Luc. Zeus. 8; την προαίρεσιν ἀποδέχεσθαι, eifrig, Pol. 28, 11, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 sur un grand espace;
2 grandement;
3 avec grandeur, avec magnificence.
Étymologie: μέγας.

English (Autenrieth)

μέγας μεγαλωστί, ‘great in his (thy) greatness,’ of a stately form prostrate upon the earth, Il. 16.776, Il. 18.26, Od. 24.40.

Greek Monolingual

μεγαλωστί (Α)
επίρρ.
1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά
3. τεράστια, πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί.