μεγαλωπός

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

όν,

   A large-eyed, Opp.C.2.177.

German (Pape)

[Seite 108] großäugig, Opp. Cyn. 2, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 177.

Greek Monolingual

(I)
μεγαλωπός, -όν (Μ)
αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ωπός].———————— (II)
μεγαλωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρ-ωπός].