μεγαλωπός

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωπός Medium diacritics: μεγαλωπός Low diacritics: μεγαλωπός Capitals: ΜΕΓΑΛΩΠΟΣ
Transliteration A: megalōpós Transliteration B: megalōpos Transliteration C: megalopos Beta Code: megalwpo/s

English (LSJ)

μεγαλωπόν, large-eyed, Opp.C.2.177.

German (Pape)

[Seite 108] großäugig, Opp. Cyn. 2, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 177.

Greek Monolingual

(I)
μεγαλωπός, -όν (Μ)
αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ωπός].
(II)
μεγαλωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρωπός].