μεταφύτευση

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ μεταφύτευσις) μεταφυτεύω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταφυτεύω, η απόσπαση φυτού από ένα μέρος και η εκ νέου φύτευσή του σε άλλο
2. ιατρ. μεταμόσχευση
3. (στην οδοντιατρική) εμφύτευση φυσικού δοντιού στο φατνίο άλλου δοντιού
4. μτφ. μετάδοση ιδεών, γνώσεων ή εθίμων ενός τόπου σε άλλον τόπο («η μεταφύτευση τών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην Ελλάδα επηρέασε σημαντικά τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό»)
μσν.
μεταφυτεία.