μήλειος

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον, also α, ον, (μῆλον A)

   A of or belonging to a sheep, στέαρ Hp.Nat.Mul.32; κρέα Hdt.1.119; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; γάλα Id.Cyc.218.    II (μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al.238, A.R.4.1401.

German (Pape)

[Seite 172] 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.

Greek (Liddell-Scott)

μήλειος: -ον, καὶ α, ον, (μῆλον Α) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. φόνος, σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· γάλα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. (μῆλον Β), καρπὸς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mouton, de brebis.
Étymologie: μῆλον¹.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α μήλειος, -ον, θηλ. και -εία)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].———————— (II)
μήλειος, -ον, θηλ. και -εία (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύγκ-ειος)].