πρόβειος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο / πρόβειος, εία, -ον, ΝΜΑ, και πρόβιος, -α, -ο, Ν, πρόβαιος, -ον, Μ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, ο προβατήσιος
2. αυτός που προέρχεται από το πρόβατο («πρόβειο γιαούρτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρόβ-ειος / πρόβ-ιος έχει σχηματιστεί από τον αμάρτυρο αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) του πληθ. πρόβατα (πρβλ. δοτ. πληθ. πρόβασιν, βλ. λ. πρόβατο). Η ονομ. πρόβα(ν) χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα αναλογικά προς τα ουδ. σε -α, -άτου, -ατα: γάλα, γαλάτου, γάλατα (πρβλ. και γόνα, γονάτου, γόνατα)].