μηχανοθεραπευτής

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ιατρός που εφαρμόζει τη μέθοδο της μηχανοθεραπείας για τη θεραπεία τών οστεοαρθρικών παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mechanotherapist (μηχανή + θεραπευτής)].