μηχανοθεραπευτής
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
ο
ιατρός που εφαρμόζει τη μέθοδο της μηχανοθεραπείας για τη θεραπεία τών οστεοαρθρικών παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mechanotherapist (μηχανή + θεραπευτής)].