μορτίτης

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Greek (Liddell-Scott)

μορτίτης: ὁ, γεωργὸς καλλιεργῶν ξένην γῆν καὶ πληρώνων εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἓξ εἰς τὰ δέκα, ἀντίθετ. τῷ χωροδότης, μεταγεν., ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (Μ μορτίτης)
γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος της εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].