μίμνω

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ἔμιμνον, Poet. redupl. pres. and impf. of μένω; Ep. dat. pl. part.

   A μιμνόντεσσι Il.2.296; later Ep. impf. μίμνασκον Orph.L.108:— stay, stand fast, in battle, Il.13.713, 15.727, etc.    2 tarry, μετόπισθε μιμνέτω, ὥς κε κτλ. 6.69, etc.    3 of things, remain, σόα μ. Od. 13.364:—Med., κλέος . . μίμνεται ἀθάνατον Epigr.Gr.265 (Crete).    4 of things, remain, be left for one, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμός A.Ag.1149, cf. 154 (lyr.).    II c. acc., await, esp. an enemy's attack, οὐδ' ἄρα μιν μίμνον Il.5.94, etc.; of time, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν 9.662, etc.; πλόον ὡραῖον Hes. Op.630.    2 impers., μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς παθεῖν τὸν ἔρξαντα it awaits him to suffer, A.Ag.1563 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 187] poet. = μένω, bleiben; Hom. u. Hes., nur im praes. u. imperf., ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστιν ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι Il. 2, 296, μιμνέτω 19, 188; c. accus., erwarten, standhalten, bestehen, ὀξὺν ἄρηα Il. 17, 721, ἀνέρα 22, 38, öfter ἠῶ, die Morgenröthe erwarten; Aesch. Ag. 143; Eur. Med. 440; sp. D., wie Mel. 90 (V, 152).

Greek (Liddell-Scott)

μίμνω: σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ μένω (δηλ. μιμένω, πρβλ. γίγνομαι, πίπτω), καὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ μένω, ὁσάκις ἡ πρώτη συλλαβὴ ἔδει νὰ ᾖ μακρά· διὸ εὕρηται μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· μιμνόντεσσι, Ἐπικ. δοτ. πληθυντ. μετοχ. ἀντὶ μίμνουσι, Ἰλ. Β. 296. Μένω, μένω σταθερὸς ἐν τῇ μάχῃ, Ν. 713, Ο. 727, κτλ. 2) μένω, βραδύνω, μετόπισθεν μιμνέτω, ὥς κεν Ζ. 69, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, διαμένω σόα μ. Ὀδ. Ν. 364· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλέος... μίμνεται ἀθάνατον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 265. 4) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ὑπολείπομαι, παραμένω διά τινα, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, πρβλ. 154. ΙΙ. μετ’ αἰτ., περιμένω τινά, περιμένω τὴν ἐπίθεσιν αὐτοῦ, οὐδ’ ἄρα μιν μίμνον Ἰλ. Ε. 94, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπροσ., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα, περιμένει πάθημα τὸν πράξαντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149. 2) ἐπὶ χρόνου, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν Ἰλ. Ι. 662, κτλ.· πλόον ὡραῖον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. intr.
1 rester à la même place;
2 durer, persévérer, continuer;
3 avec un suj. de chose μίμνει τινί τι ESCHL il reste qch à qqn ; avec un inf. pour suj. il reste à, etc.
II. tr. attendre, acc. ; particul. attendre de pied ferme, affronter, braver, acc..
Étymologie: p. *μιμένω, de la R. Μεν avec redoubl. ; cf. μένω.

English (Autenrieth)

see μένω.

English (Slater)

μίμνω μιμν ἀκάμ[ (supp. Snell) Δ. 4. f. 9.

Greek Monolingual

μίμνω (Α)
βλ. μένω.