μυρμηκία

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fourmilière;
2 αἱ μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek Monolingual

η
ιατρ. καλοήθης όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηγκιά].