νευρολογία

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ειδικότητα της ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη της ανατομικής και φυσιολογίας, τη διάγνωση, τη μη εγχειρητική θεραπεία και την πρόληψη τών νόσων του νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrologie < νευρ(ο)- + -λογία].