μπουρέκι

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ [μ]πουρέκι[ον])
νεοελλ.
1. γλύκισμα με φύλλα ζύμης και γέμιση κρέμας
2. φαγητό με φύλλα ζύμης, γεμιστά με τυρί, κρέας και χόρτα
μσν.
είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. borek].