μυρρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.
Greek Monolingual
η (Α μυρρίς και μυρίς)
αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)].