πνῖξις

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stifling, smothering, Arist.Resp.475a28, Thphr.Ign. 76.    II drowning, PMag.Par.2.3,41.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, das Ersticken, Erwürgen, Arist. respir. 9. – Bes. das Dämpfen, Schmoren des Fleisches u. dgl., Ath.

Greek (Liddell-Scott)

πνῖξις: ἡ, πνίξιμον, πνῖγος, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 7, Θεοφρ. π. Πυρὸς 76.

Spanish

ahogamiento

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῑται πνῑξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.