πνῖξις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A stifling, smothering, Arist.Resp.475a28, Thphr. Ign. 76.
II drowning, PMag.Par.2.3,41.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, das Ersticken, Erwürgen, Arist. respir. 9. – Bes. das Dämpfen, Schmoren des Fleisches u. dgl., Ath.
Russian (Dvoretsky)
πνῖξις: εως ἡ удушье Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πνῖξις: ἡ, πνίξιμον, πνῖγος, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 7, Θεοφρ. π. Πυρὸς 76.
Spanish
Greek Monolingual
-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῖξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.
Léxico de magia
ἡ ahogamiento de un gato λόγος ὁ ἐπὶ τῆς πνίξεως fórmula que se pronuncia durante el ahogamiento P III 3 ἄρας δὲ τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῆς πνίξεως ῥᾶνον ἐπὶ τῷ σταδίῳ toma el agua del ahogamiento y haz aspersiones en el estadio P III 41 P III 43