οροπέδιο

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ὀροπέδιον και ὀριπέδιον)
1. πεδινή έκταση πάνω σε βουνό ή λόφο, ορεινή πεδιάδα, υψηλή επίπεδη επιφάνεια της Γης που περιβάλλεται τυπικά από κρημνούς σε μία ή σε περισσότερες πλευρές της
2.φρ. «ωκεάνιο οροπέδιο» — μεγάλη υποθαλάσσια έξαρση με απότομες πλευρές και με εκτεταμένη σχετικά επίπεδη ή ομαλά κεκλιμένη κορυφή, αλλ. υποθαλάσσιο οροπέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. λεκανο-πέδιο)].