ὀριπέδιον

From LSJ

German (Pape)

[Seite 378] τό, F. L. statt ὀροπέδιον, Strab., vgl. Lob. Phryn. 686.

Greek (Liddell-Scott)

ὀριπέδιον: ἴδε ἐν λ. ὀροπέδιον.

Greek Monolingual

ὀριπέδιον, τὸ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οροπέδιο.