1. εκποιώ, ξεπουλώ («ξέκανε όλα τα οικογενειακά κειμήλια»)2. σπαταλώ, δαπανώ εξ ολοκλήρου («ξέκανε τα λεφτά του στα χαρτιά»)3. σκοτώνω κάποιον, εξοντώνω, εξολοθρεύω («ορκίστηκε να βρει τον φονιά και να τον ξεκάνει»).