εκποιώ
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκποιῶ)
πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω
μσν.
1. καθιστώ
2. μέσ. γίνομαι
αρχ.
1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου
2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία
3. αποσπερματίζω
4. παράγω, γεννώ
5. κατασκευάζω, εκτελώ
6. προμηθεύω, χορηγώ
7. αρκώ, είμαι αρκετός
8. (για χρόνο) διαρκώ
9. (για καιρό) είμαι κατάλληλος ή ευνοϊκός
10. (με απαρμφ.) επιτρέπω («βλαστάνειν οὐκ ἐκποιεῖ τὸ τῆς ὥρας», Θεόφρ.)
11. (για πρόσ.) δίνω το δικαίωμα ή την εξουσία
12. απρόσ. ἐκποιεῖ
α) επιτρέπεται, είναι δυνατόν
β) είναι αρκετό, αρκεί.