οικίσκος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰκίσκος) οίκος
(υποκορ. του οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι
νεοελλ.
ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτοοικίσκος κηπουρού»)
αρχ.
1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος
2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα
3. κελλί μοναχού
4. τάφος, μνήμα
5. τόπος στον οποίο αναπέμπονται ευχές προς τον θεό, ευκτήριος οίκος.