οκνός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που κινείται με αργές κινήσεις, βραδυκίνητος
2. φυγόπονος, τεμπέλης
3. γεμάτος αμφιβολίες, διστακτικός
4. μτφ. εξασθενημένος («χαμένη αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει», Σολωμ.).
επίρρ...
οκνά
με νωθρότητα, με τεμπελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀκνῶ ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ὄκνος (I), πρβλ. ὠχρός: ὦχρος.