οπισθότονος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθότονος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος
γενικευμένη σύσπαση τών μυών του σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια της οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη δηλητηρίαση από στρυχνίνη, στην ενδοκράνια υπέρταση και στην υστερία
αρχ.
1. ο προς τα πίσω τεντωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. η οπισθοτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -τονος (< τείνω), πρβλ. μονό-τονος].