οπισθοδρόμηση

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η προς τα πίσω κίνηση, οπισθοχώρηση
2. (για πυροβόλο όπλο) ανάκρουση, ανατροχασμός, κλότσημα, λάκτισμα
3. έλλειψη προοδευτικότητας, καθυστέρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρομώ. Η λ., στον λόγιο τ. οπισθοδρόμησις, μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό].