οπισθοχώρηση

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

η
1. κίνηση προς τα πίσω, υποχώρηση
2. στρ. σκόπιμη ή αναγκαία τακτική εγκατάλειψη κατεχόμενης θέσης και κίνηση προς τα πίσω, δηλαδή με κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην της επιθυμητής εξέλιξης της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοχωρώ. Η λ., στον λόγιο τ. οπισθοχώρησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].