Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (Α ὀστάγρα)η οστεάγρααρχ.1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού2. οστεοκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυ-άγρα, πυρ-άγρα)].