Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οστάγρα

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η (Α ὀστάγρα)
η οστεάγρα
αρχ.
1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού
2. οστεοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυάγρα, πυράγρα)].