οστεοκόπος

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος)
νεοελλ.
φρ. «οστεοκόπος πόνος» — ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο της σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα
αρχ.
φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται τα οστά του κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.