ὀφιόπους

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.

German (Pape)

[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».

French (Bailly abrégé)

ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.

Greek Monolingual

ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].