ὀψίκοιτος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A going late to bed, late-watching, ὄμματα A.Ag. 889.

German (Pape)

[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.

Greek Monolingual

ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].