παραζώννυμι

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

and παραζωννύω,

   A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R.553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79.    II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr.Sign.51.

German (Pape)

[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.

Greek Monolingual

και παραζωννύω Α
1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέσηξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.)
2. (για νέφη) καλύπτωὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.).