παραζώννυμι
English (LSJ)
and παραζωννύω,
A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R. 553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79.
II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr. Sign.51.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.
French (Bailly abrégé)
suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen.
Russian (Dvoretsky)
παραζώννῡμι: привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ ξιφίδιον Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.
Greek (Liddell-Scott)
παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.
Greek Monolingual
και παραζωννύω Α
1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέση («ξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.)
2. (για νέφη) καλύπτω («ὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
παραζώννυμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ. — Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
and -ύω fut. -ζώσω
to gird to the side, Plat.:—Mid. to wear at the girdle, Plut.