παρακεντές

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. άτομο που εργάζεται ως εργάτης γης για λογαριασμό κτηματία εκτελώντας συνήθως έκτακτες και βοηθητικές εργασίες
2. συνεκδ. αυτός που ζει προσκολλημένος σε κάποιον, ο παράσιτος
3. (υβριστικά) άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parakente, πιθ. < μσν. παρακενωτής].