παρακάθομαι

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. μένω σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολυκάθομαι, αργώ να μετακινηθώ από κάπου
2. παραμονεύω, παραφυλάω, κρυφακούω.