παρατραβώ

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω
2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά
3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, -η, -ο
(και σε μτφ. σημ.) αυθαίρετος, υπερβολικός, όχι απόλυτα σωστός («παρατραβηγμένη παρομοίωση»)
5. φρ. «παρατραβώ το σχοινί» — υπερβάλλω, οδηγώ ή εξωθώ στα άκρα.