παρομοίωση

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η / παρομοίωσις, ΝΜΑ παρομοιώ
1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι», Κάλβ.
β. «ὡραιώθησαν σιαγόνες σου ὡς τρυγόνος», ΠΔ)
2. σύγκριση, παραβολή («ἡ πονηρία τῶν γυναικῶν δὲν ἔχει παρομοίωσιν», Αραβ. Μύθ. Χαλ.)
αρχ.
(για τους ήχους στο τέλος διαδοχικών κώλων) παρήχησηπαρομοίωσις δὲ ἄν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχη ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἤ ἐν ἀρχῆ ἤ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν
και ἀρχή μέν αἰεὶ τὰ ὀνόματα, ὡς π.χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ' αὐτοῦ, ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἤ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος πτώσεις ἤ τὸ αὐτὸ ὄνομα, ὡς π.χ. ᾠήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ' αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι», Αριστοτ.).