παρεξήγηση
Greek Monolingual
και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, -εως, ΝΑ παρεξηγούμαι
εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση
νεοελλ.
1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση»)
2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι έγινε ή λέχθηκε από ένα άλλο πρόσωπο από κακή πρόθεση.