παρεπιδείκνυμι

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A point out beside or at the same time, LXX 2 Ma.15.10.    2 display, κακῶς [τὴν τέχνην] Gal.8.600.    II Med., display one's ideas, Phld. Vit.p.39 J. ; also in a depreciatory sense, exhibit out of season, make a display, Plu.2.43d, Luc.Hist. Conscr.57.

Greek Monolingual

Α επιδείκνυμι
1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον
3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μου
β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη.