περίπλεος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A v. περίπλεως.

German (Pape)

[Seite 588] sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηθμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεος: -ον, ἴδε ἐν λ. περίπλεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
surabondant, qui est de reste ou de trop.
Étymologie: περί, πλέος.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περίπλειος, -ον και περίπλεως, -ων, Α
1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.)
2. υπεράριθμος, περιττός
3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.)
4. αυτός που περιβάλλεται τελείως από κάποιον ή από κάτι («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και περίπλεως σώματος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κατά-πλεος /-ως, ἔμ-πλεος / -ως)].