πινακοθήκη

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ἡ,

   A picture-gallery, Str.14.1.14.

German (Pape)

[Seite 616] ἡ, Saal, wo man Gemälde aufbewahrt, Bildersaal, Landkartensammlung, Strab. XIV, 944.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰκοθήκη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, αἴθουσα ἐν ᾗ ὑπάρχει ἐκτεθειμένη συλλογὴ εἰκόνων, Στράβ. 637.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt de tableaux ou de cartes.
Étymologie: πίναξ, τίθημι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
χώρος, αίθουσα ή κτήριο όπου αναρτούν και εκθέτουν ζωγραφικούς πίνακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + θήκη (< τίθημι) πρβλ. οστεο-θήκη.