η, Ν1. το να πατάει κάποιος με τα πόδια κάποιον άλλον, να τον κλοτσάει2. μτφ. ηθική μείωση, ταπείνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοπατώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδοπάτησις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].