ποτικλίνω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

   A = προσκλίνω, pf. Pass. -κέκλιται Od.6.308.

Greek (Liddell-Scott)

ποτικλίνω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ προσκλίνω, Ὀδ. Ζ. 308.

English (Autenrieth)

ipf. προσέκλῖνε, pass. perf. ποτικέκλιται: lean against, τινί τυ; perf. pass., is placed or stands near. (Od.)

English (Slater)

ποτικλῑνω
   1 recline against στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)

Greek Monolingual

Α
(επικ. και δωρ. τ.) προσκλίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλίνω.