πρόσπτωση

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / πρόσπτωσις, -ώσεως, ΝΑ προσπίπτω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι
2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτι
νεοελλ.
1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας σε μια δεδομένη επιφάνεια
2. φρ. α) «γωνία προσπτώσεως»
i) (αερον.) η γωνία που σχηματίζεται από τη χορδή μιας αεροτομής της πτέρυγας και του διαμήκους άξονα του αεροπλάνου
β) φυσ. η γωνία την οποία σχηματίζει η διεύθυνση που ακολουθεί ένα σώμα ή μια δέσμη ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας, η οποία πέφτει πάνω σε μια επιφάνεια με την κάθετο στο θεωρούμενο σημείο πρόσπτωσης
β) «σημείο προσπτώσεως» — η κορυφή της γωνίας προσπτώσεως
αρχ.
1. ιατρ. το σφίξιμο τών επιδέσμων
2. το να πέφτει κανείς στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικεσία.