πρωτεργάτης

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Greek (Liddell-Scott)

πρωτεργάτης: [ᾰ], ὁ, καὶ - εργάτις, ἡ, πρῶτος ἐργάτης, πρωτουργός, πρωταίτιος, Βυζ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ θηλ. πρωτεργά
τρια και πρωτεργάτισσα Ν, και πρωτεργά
τις, -ιδος, Μ
αυτός που είχε την πρωτοβουλία για την επίτευξη ενός, συνήθως, σημαντικού έργου, αυτός που διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στην πραγματοποίηση ενός έργου, πρωτουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἐργάτης. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. πρωτεργάτρια μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].