πυθεδών

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

όνος, ἡ, (πύθω)

   A putrefaction, Eratosth.18 (pl.), Nic.Th. 466 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

πῡθεδών: -όνος, ἡ, (πύθω) σῆψις, σηπεδών, Νικ. Θηρ. 446, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
σήψη, σάπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύθω «επιφέρω σήψη» + επίθημα -(ε)δών, κατά το σηπ-εδών].