πυθεδών
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Full diacritics: πῡθεδών | Medium diacritics: πυθεδών | Low diacritics: πυθεδών | Capitals: ΠΥΘΕΔΩΝ |
Transliteration A: pythedṓn | Transliteration B: pythedōn | Transliteration C: pythedon | Beta Code: puqedw/n |
-όνος, ἡ, (πύθω) putrefaction, Eratosth.18 (pl.), Nic.Th. 466 (pl.).
πῡθεδών: -όνος, ἡ, (πύθω) σῆψις, σηπεδών, Νικ. Θηρ. 446, ἐν τῷ πληθ.
-ῶνος, ὁ, Α
σήψη, σάπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύθω «επιφέρω σήψη» + επίθημα -(ε)δών, κατά το σηπ-εδών].