ρευστοποίηση

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. (οικον.) μετατροπή τών περιουσιακών στοιχείων σε μετρητά
2. (χημ. τεχνολ.) διεργασία η οποία συνίσταται στη δημιουργία ενός πυκνού αιωρήματος ορισμένου υλικού με διασπορά τών τεμαχιδίων του σε ένα ρεύμα ανερχόμενου ρευστού, διά μέσου της οποίας επιτυγχάνεται η βελτίωση τών χαρακτηριστικών μεταφοράς ανάμεσα στο ρευστό και στα τεμαχίδια του υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ρευστοποίησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].