ρημάζω

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. (μτβ.) καταστρέφω, ερειπώνω, ερημώνω («ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα»)
2. ταλαιπωρώ, εξαντλώ («μάς ρήμαξε στη δουλειά»)
3. (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι («ρήμαξε από τα γηρατειά»)
4. φρ. «τον ρήμαξε στο ξύλο» — τον έδειρε ανελέητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρημ-άζω (< ἔρημος) με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].