σησαμέλαιο

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με συμπίεση τών σπερμάτων του σουσαμιού, στο οποίο περιέχεται σε αναλογία 47-56%.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον + έλαιον. Η λ., στον λόγιο τ. σησαμέλαιον, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].